Category Archives: Προκηρύξεις / Κείμενα

Δεν πάμε πουθενά; (ή το “Σχέδιο Αθηνά” με μία άλλη ματιά)

Δεν πάμε πουθενα

 

Η νέα τάξη πραγμάτων στα εργασιακά, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και εν τέλει την κατάρρευση της μισθωτής εργασίας όπως την ξέραμε, δε μπορεί παρά να επιτάσσει τη βίαιη συμμόρφωση της παιδείας στα νέα δεδομένα. Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση ως πτυχή της γενικότερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, κάθε άλλο παρά στην αντιμετώπιση των «παθογενειών» της παιδείας στοχεύει, όπως διατείνονται οι εμπνευστές της. Το «νέο» πανεπιστήμιο που πραγματεύεται το σχέδιο «Αθηνά» -μία πτυχή αυτής της αναδιάρθρωσης- δε θα είναι ούτε ένα καλύτερο πανεπιστήμιο, αλλά ούτε και χειρότερο, ως προς το ρόλο που αυτό επιτελεί και σήμερα. Θα συνεχίσει να είναι το πανεπιστήμιο που η αγορά εργασίας χρειάζεται, αυτό που θα καταφέρνει να εμπεδώνει τα πρότυπα ανέλιξης, τις λογικές ατομικισμού και πειθάρχησης, την εργασιακή κουλτούρα και τις πελατειακές σχέσεις αποκρύπτοντας παράλληλα, στο εσωτερικό του σχέσεις ελαστικής και «μαύρης» εργασίας. Θα συνεχίσει να έχει το ρόλο που έχει και σήμερα, αυτόν της παραγωγής και διαχείρισης εργατικού δυναμικού. Οφείλει όμως, να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες άμεσα, όπως η κερδοφορία του κεφαλαίου επιτάσσει και αυτό δε μπορεί παρά να έχει πολλές…πάρα πολλές παράπλευρες απώλειες.

Συγκεκριμένα το σχέδιο «Αθηνά» προβλέπει την συγχώνευση ή κατάργηση τμημάτων τόσο σε επίπεδο γνωστικού αντικειμένου όσο και σε χωροταξικό επίπεδο και ταυτόχρονα τη συγχώνευση ιδρυμάτων. Το παραπάνω θα έχει ως άμεσο επακόλουθο τον περιορισμό των υπαρχόντων τμημάτων και  σχολών από 534 σε 384 και των ιδρυμάτων από 40  σε 34. Με το νόμο να μπαίνει σε εφαρμογή από το τρέχον έτος, όπως έχει αναγγελθεί, εκβιάζεται η άμεση μετακίνηση χιλιάδων φοιτητών σε άλλες πόλεις και/ή η αλλαγή του γνωστικού αντικειμένου σπουδών τους, λόγω των συγχωνεύσεων και καταργήσεων. Το ίδιο συμβαίνει και με το εργατικό δυναμικό των τμημάτων (διοικητικοί υπάλληλοι, καθηγητές και μεταπτυχιακοί, εργαζόμενοι στην καθαριότητα κτλ) που θα πεταχτεί σε κάποια άλλη πόλη ή θα απολυθεί. Από τη μια, λοιπόν, το κόστος της μετακίνησης σε άλλη πόλη είναι για πολλούς απαγορευτικό, αποκλείοντάς τους από τη συνέχεια των σπουδών τους, και από την άλλη οι αλλαγές στο αντικείμενο των σπουδών και στο πτυχίο των νέων τμημάτων, συνεπάγονται ένα μέλλον με ασαφή επαγγελματικά δικαιώματα για τους αποφοίτους τους.

Ταυτόχρονα, το σύνολο των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προβλέπεται, με βάση το σχέδιο, να μειωθεί από 51.485 σε 49.600 άτομα. Η μείωση αυτή αφορά κατά βάση τους εισακτέους στα ΤΕΙ (μειώνονται κατά 6.500) και στρέφει μια μεγάλη μερίδα αποφοίτων λυκείου στην ιδιωτική εκπαίδευση1, ενώ αποκλείει όσους δε μπορούν να ανταπεξέλθουν, προσθέτοντας τους ως ανειδίκευτους στην ήδη διευρυμένη κατηγορία του άνεργου, επισφαλώς εργαζόμενου και εύκολα εκμεταλλεύσιμου, πληθυσμού. Στα ΑΕΙ, απ’ την άλλη, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ μειώνονται οι εισακτέοι στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, αυξάνονται αυτοί των θετικών, τεχνολογικών και οικονομικών επιστημών. Επιβεβαιώνεται, με αυτόν τον τρόπο, η τάση για απόλυτη προσαρμογή του χώρου της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαίου, που τις τελευταίες δεκαετίες (κυρίως στην, πάντα πρωτοπόρο, δύση) απαιτεί συνεχώς νέες τεχνολογίες. Το κράτος ως εγγυητής του, αναλαμβάνει να επενδύσει στους αντίστοιχους τομείς στην εκπαίδευση και εγκαταλείποντας συνεχώς, τις «μη επικερδείς» θεωρητικές σπουδές, τις οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη απαξίωση2.

Αξίζει, ακόμα, να ασχοληθούμε με τους αρχιτέκτονες και τους υπέρμαχους του σχεδίου. Τα τμήματα-φαντάσματα των ΤΕΙ, τα χωρίς αντίκρισμα αντικείμενα σπουδών, η ανορθολογική με άλλα λόγια εξάπλωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επικαλούνται ως επιχειρήματα οι εκφραστές της αναδιάρθρωσης είναι γεγονός. Αλλά ακόμα σημαντικότερο γεγονός είναι πως αυτοί οι εκφραστές είναι οι ίδιοι που δημιούργησαν αυτή την ανισσόροπη  κατάσταση, όταν σε ένα αλισβερίσι πελατειακών σχέσεων και ρουσφετιών με τοπικούς δημάρχους και τοπική κοινωνία, άνοιγαν ανεξέλεγκτα τμήματα με κριτήριο το ζεστό χρήμα των φοιτητών, που  θα κινούσε/συντηρούσε την τοπική οικονομία. Οι ίδιοι άνθρωποι, έρχονται να ανακαλύψουν έκπληκτοι μια δεκαετία μετά το παράλογο της κατάστασης και αναλαμβάνουν να την εξορθολογήσουν. Τμήματα καταργούνται, με τη ίδια ευκολία που άνοιξαν, και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (φοιτητές, εργαζόμενοι) αντιμετωπίζονται με ένα σκανδαλώδη τρόπο ως αναλώσιμοι στο βωμό της εκπαιδευτικής παλινόρθωσης. Οι ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον μέσω της εκπαίδευσης, συντηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν προκειμένου να δικαιολογηθούν τα αυξανόμενα τμήματα, από τους ίδιους ανθρώπους, που τώρα τους αντιμετωπίζουν ως άχρηστους και περιττούς3. Γιατί τώρα, στη συνθήκη της κρίσης, είναι που το κράτος επιλέγει να μην επενδύσει στην παιδεία, την υγεία, τις κοινωνικές παροχές, αλλά στην υποτίμηση της εργασίας, στην κατάργηση δικαιωμάτων και στην καταστολή.

Η μέχρι στιγμής εναντίωση στο σχέδιο, έχει εκδηλωθεί τόσο από τους φοιτητές των ΤΕΙ όσο και των ΑΕΙ, με κατάληψη των θιγόμενων τμημάτων σε πανελλαδικό επίπεδο και στη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα, με την αναστολή λειτουργίας του ΤΕΙΘ τον τελευταίο μήνα και την κατάληψη των τμημάτων ξένων γλωσσών τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ωστόσο, δε μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως οι πρώτες αυτές κινητοποιήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν αγκυλώσεις εκ των έσω. Παρατάξεις όπως η Δαπ, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τις κινητοποιήσεις αυτές, όσον αφορά στα ΤΕΙ, συμβάλλουν προς την αποδιοργάνωση και την εκτόνωση, τελικά, των αντιδράσεων.  Έχοντας δημιουργήσει και επιβάλλει, μέσα στα χρόνια, μια κουλτούρα αποχής από διεκδικήσεις, ανάθεσης και μεσολάβησης (πελατειακές σχέσεις), από κοινού και με τους φοιτητές που βολεύονταν σε αυτή τη κατάσταση, προβάλλουν τώρα το ζήτημα υπό το πρίσμα μιας συντεχνιακής οπτικής, αποθαρρύνουν τις πιο δυναμικές κινητοποιήσεις και την ενεργό συμμετοχή, οδηγώντας σε τέλμα. Είναι ζητούμενο, λοιπόν, η αυτοοργάνωση των φοιτητών που αγωνίζονται αυτή στιγμή, αλλά και η θεώρηση του ζητήματος ως επιμέρους μιας συνολικότερης επίθεσης που μας αφορά όλους.

Η λογική της «έκτακτης ανάγκης» που συνοδεύει τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης που διανύουμε σήμερα, οδηγεί το κράτος στην υιοθέτηση μέτρων που το φέρνουν αντιμέτωπο με την κοινωνία. Η λιτότητα, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, η διάλυση του κράτους πρόνοιας, η ανεργία, ο συσσωρευμένος πλούτος και η μαζική φτωχοποίηση, όλα αυτά δημιουργούν ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία. Στην περίοδο που διανύουμε μόνος τρόπος απόκρισης είναι να απεκδυθούμε τον αποστασιοποιημένο ρόλο, να απορρίψουμε τις συντεχνιακές λύσεις, να ανοίξουμε τα ζητήματα στις σχολές και στους χώρους δουλειάς μας και να δώσουμε επιθετικές απαντήσεις συλλογικά, ταξικά, αλληλέγγυα.

                                                                                                                             

                                                                                                                       

 1. Σε συνδυασμό και με την πρόσφατη (Νοέμβρης του 2012) αναγνώριση των ιδιωτικών κολλεγίων μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

2.Είναι οι σχολές αυτές και αυτά τα τμήματα, που όταν θα πρέπει σύμφωνα με τον τελευταίο εκπαιδευτικό νόμο 4009 να στραφούν σε ιδιώτες προκειμένου να συνεχίσουν να υπάρχουν, δε θα βρουν τους απαραίτητους επενδυτές και θα οδηγηθούν στο κλείσιμο.

3.Τα δε κριτήρια, με τα οποία γίνεται αυτή η εξυγίανση, βασίζονται για ακόμη μία φορά (όπως θα περίμενε κανείς) στις ίδιες πελατειακές σχέσεις, αρκεί να παρατηρήσει κάποιος τα τμήματα που συγχωνεύονται/μεταφέρονται (π.χ. το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, που τμήματά του μεταφέρονται σε Σέρρες και Φλώρινα).

 

Για την καταστολή στην οποία πρέπει να εναντιωθούμε & τις πόρτες που πρέπει να διαβούμε

Η προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης από την πλευρά των αφεντικών και του κεφαλαίου φαίνεται ξεκάθαρα πλέον ότι στοχεύει στην περαιτέρω υποτίμησης της ζωής αλλά και της εργασίας μας. Κάθε προσπάθεια αντίστασης και εναντίωσης στο υπάρχον  θα καταστέλλεται. Οι καταλήψεις θα εκκενώνονται, τα εγχειρήματα αντιπληροφόρησης θα φιμώνονται, οι κοινωνικοί αγώνες θα χτυπιούνται, οι απεργοί θα επιτάσσονται με απώτερο σκοπό να σχηματιστεί ένα κλίμα φόβου και ήττας που θα αποτρέψει απόπειρες ανατροπής της βαρβαρότητας.

Το πανεπιστήμιο ως κομμάτι της κοινωνίας δεν θα μπορούσε να παραμείνει στο απυρόβλητο ούτε από την πλευρά της αναδιάρθρωσης ούτε από την πλευρά της πειθάρχησης. Το κόστος φοίτησης συνεχώς θα μετακυλύεται στις πλάτες μας, οι σπουδές μας θα εντατικοποιούνται ακόμα περισσότερο, οι εκμεταλλευτικές σχέσεις στο εσωτερικό του θα εντείνονται, η λογική του ατομισμού θα ενισχύεται, τα στέκια μας και οι κινηματικές δομές θα δέχονται αστυνομικές εισβολές, οι χώροι και οι αίθουσές μας θα κλειδώνονται. Το τελευταίο αποτελεί νέα ανακάλυψη του κοσμητορικού συμβουλίου, αν και δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται κάτι τέτοιο, καθώς και παλαιότερα λόγου χάρη προσπάθησε ανεπιτυχώς βέβαια, να αποκλείσει το χώρο του τριγώνου προκειμένου να το εντάξει στη διαχείρηση του κυλικείου.  Έτσι, με πρόσχημα την πάταξη των αναρρίθμητων καταστροφών (δηλαδή μερικών σπασμένων τζαμιών στους διαδρόμους) και πιθανών διαρρήξεων,  το κοσμητορικό συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει αυτή τη φορά στο κλείδωμα πέραν των γραφείων και των εργαστηρίων (εν μέρει λογικό καθώς διαθέτουν σημαντικό εξοπλισμό), ΚΑΙ των αιθουσών διδασκαλίας αλλά και των διαδρόμων, ακόμα και της κεντρικής εισόδου του Πολυτεχνείου  από το βράδυ της Παρασκευής μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Οι υπεύθυνοι αυτής της απόφασης φαίνεται να είναι πολύ αθώοι αν  πιστεύουν πως ένα άδειο, ερειπωμένο και κλειδαμπαρωμένο κτήριο είναι πιο ασφαλές από ένα κτήριο ανοιχτό, με κόσμο και δράσεις.  Επιπλέον οι ίδιοι, την ίδια στιγμή που επικαλούνται την έλλειψη χρηματοδότησης αλλά και  το “υπέρογκο” κόστος που προκύπτει για την επιδιόρθωση των ζημιών, γεμίζουν με καγκελόπορτες  τους ορόφους κάθε πτέρυγας, με βάρδιες φύλαξης τις σχολές και περιπολίες φυλάκων σε ολόκληρο το campus, εκτινάσσοντας έτσι το κόστος φύλαξης στα ύψη. Αξίζει βέβαια να αναφερθεί πως τον περασμένο Νοέμβριο, οι ίδιοι υπέγραψαν και συναίνεσαν για την εισβολή της αστυνομίας στο άσυλο, το σπάσιμο της δίμηνης απεργίας και τη σύλληψη των εργολαβικών εργαζομένων, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο το θεσμό των εργολαβιών μέσα στο πανεπιστήμιο και ουσιαστικά χαρίζοντας στον εργολάβο καθαρό κέρδος 5,5 εκατομμύρια ευρώ απο τον ετήσιο πανεπιστημιακό προϋπολογισμό.    Το νέο ιδεολογικό μοντέλο που προφανώς οραματίζονται είναι αυτό ενός πανεπιστημίου καθαρά εκπαιδευτικού χαρακτήρα, αποστειρωμένου από οποιαδήποτε κινηματική, πολιτική και πολιτιστική δραστηριότητα, με μηδαμινά κοινωνικά και δημόσια χαρακτηριστικά και κατά συνέπεια πλήρως  ελεγχόμενου (ακόμα και με το ενδεχόμενο ύπαρξης πανεπιστημιακής αστυνομίας).

Εμείς ως φοιτητές-φοιτήτριες που οργανωνόμαστε σε αυτόνομα σχήματα, αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, δομές αντιπληροφόρησης και συνελεύσεις αγώνα, δεν χρησιμοποιούμε τις υποδομές του πανεπιστημίου μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς αλλά και για κινηματικούς. Θεωρούμε το πανεπιστήμιο μια δημόσια σφαίρα που μπορεί ο καθένας και η καθεμία, ανεξάρτητα από τη φοιτητική ή μη ιδιότητά του,  να στεγάσει στους χώρους του δομές και πολιτικές διαδικασίες, πολιτισμικές εκφράσεις και ομάδες, επιθυμίες και ανάγκες. Για τους κοσμήτορες και τους πρυτάνεις είμαστε αυτοί που παρακωλύουν την ομαλή λειτουργία του πανεπιστημίου και ο μόνος τρόπος για να μας φιμώσουν και να μας απομακρύνουν είναι η καταστολή, είτε αυτή παίρνει τη μορφή των μπάτσων, είτε των κλειδωμένων πορτών. Αντίθετα, για εμάς όσο θα υπάρχουν λουκέτα και κλειδωμένες πόρτες, τόσο θα συνεχίσουμε να τα παραβιάζουμε και να τις ξεκλειδώνουμε, ως άτομα που λειτουργούν με βάση τις ανάγκες τους και αντιδρούν για να διατηρήσουν τα αυτονόητα! Κάθε προσπάθεια κλειδώματος των διαδικασιών, των αναγκών και των επιθυμιών μας θα μας βρίσκει απέναντι.

 

το κείμενο για τα κλειδώματα σε pdf: Για την καταστολή στην οποία πρέπει να εναντιωθούμε & τις πόρτες που πρέπει να διαβούμε

Οι καταλήψεις, τα στέκια και το άσυλο είναι κομμάτια των κοινωνικών αγώνων και ως τέτοια τα υπερασπιζόμαστε

as

 

Στις 20 Δεκέμβρη  εκκενώνεται η Villa Amalias που αποτελεί κατάληψη εδώ και 23 χρόνια, με πρόσχημα μια ανώνυμη καταγγελία για διακίνηση ναρκωτικών. Τις επόμενες ημέρες, πραγματοποιούνται δράσεις αλληλεγγύης προς τους συλληφθέντες αλλά και προς τις καταλήψεις γενικότερα  σε πολλές πόλεις. Οκτώ ημέρες μετά, με πρόσχημα μία ανώνυμη καταγγελία αυτή τη φορά για παραεμπόριο μικροπωλητών, πραγματοποιείται αστυνομική επιχείρηση στο χώρο της ΑΣΟΕΕ, καταπατώντας το άσυλο και συλλαμβάνοντας τους μετανάστες. Ταυτόχρονα, τα ΜΑΤ εισβάλλουν ακόμη σε πολιτικά πανεπιστημιακά στέκια και στον αυτοοργανωμένο ραδιοφωνικό σταθμό Ραδιοζώνες Ανατρεπτικής Έκφρασης (98fm) κατάσχοντας το σύνολο του εξοπλισμού του.  Στις 9 Γενάρη το πρωί επιχειρείται και πραγματώνεται ανακατάληψη της Villa. Μία ώρα μετά, εκκενώνεται ξανά από δυνάμεις των ΕΚΑΜ και συλλαμβάνονται περίπου 100 άτομα. Σαν άμεση απάντηση, πάνω από 40 αλληλέγγυοι καταλαμβάνουν τα γραφεία της ΔΗΜ.ΑΡ. οι οποίοι όμως μετά από λίγη ώρα προσάγονται και αυτοί. Το ίδιο απόγευμα, ΜΑΤ εισβάλλουν και εκκενώνουν και την κατάληψη Σκαραμαγκά, συλλαμβάνοντας 8 άτομα που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο χώρο. Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών αποτελούν μια συνέχεια των κρατικών και παρακρατικών επιθέσεων σε στέκια, καταλήψεις και εργατικούς αγώνες όπως η εκκένωση της κατάληψης ΔέΛΤΑ στη Θεσσαλονίκη, η καταστολή της κατάληψης των απεργών εργολαβικών του ΑΠΘ και ο εμπρησμός του Αυτοδιαχειριζόμενου Στεκιού Xanadu στην Ξάνθη.

Οι  καταλήψεις και τα στέκια  αποτελούν πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς χώρους. Για εμάς, το επιχείρημα της καταπάτησης ιδιοκτησίας δεν είναι λογικό, αφού τα άλλοτε ερειπωμένα κτήρια αποκτούν ζωή μέσα από οριζόντιες διαδικασίες και αντιιεραρχικές δομές ανοιχτές σε όλους. Μετατρέπονται  έτσι σε κοινότητες ελευθερίας, αλληλεγγύης και δημιουργίας σε ρήξη με το υπάρχον προτάσσοντας έναν άλλον τρόπο οργάνωσης της ζωής. Μέσα σ’ αυτές οργανώνονται πολιτικές εκδηλώσεις-συζητήσεις, καλλιτεχνικές δραστηριότητες (θεατρικές, συναυλιακές ομάδες, studio, ομάδες προβολών), κινηματικές υποδομές(τυπογραφεία, ραδιόφωνα) συλλογικές κουζίνες και στεγαστικές κολλεκτίβες. Ταυτόχρονα οι αυτοοργανωμένοι αυτοί χώροι αποτελούν εστίες αντίστασης στην ζοφερή πραγματικότητα, συντονίζονται με τον παλμό των αγώνων ενάντια στην αναδιάρθρωση και στην υποτίμηση της ζωής και δημιουργούν αναχώματα στην ανάπτυξη και εξάπλωση ρατσιστικών και φασιστικών ιδεολογιών και πρακτικών (όπως στην περίπτωση της Villa, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στον Αγ. Παντελεήμονα, περιοχή εκδήλωσης έντονων φαινομένων ρατσιστικής συμπεριφοράς).

Είναι ξεκάθαρο πλέον πως το κράτος επιθυμεί μέσα από την καταστολή των καταλήψεων, των στεκιών, των κοινωνικών αγώνων, των μεταναστών, των αγωνιζομένων  να επιβάλει μια καθημερινότητα πειθάρχησης και φόβου συνδυασμένη μια μία κοινωνική πραγματικότητα που περιλαμβάνει μια βίαιη επίθεση στην εργασία και στα πιο υποτιμημένα κομμάτια της, όπως είναι οι μετανάστες, ολοένα αυξανόμενες περιφράξεις σε υγεία και παιδεία, μια δυσκολότερη πρόσβαση σε βασικές ανάγκες(θέρμανση, ρεύμα, νερό). Για εμάς, που παρεμβαίνουμε και αγωνιζόμαστε εντός και εκτός των τειχών του πανεπιστημίου και είμαστε σε άμεση σχέση με τις καταλήψεις, τους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, τις κινηματικές υποδομές αντιλαμβανόμαστε την επίθεση σ’ αυτές ως μια έκφανση της συνολικότερης αναδιάρθρωσης που προσπαθεί να μας επιβληθεί. Η υπεράσπιση των καταλήψεων είναι υπεράσπιση των χώρων μας, των αγώνων μας, των ζωών μας.

 

Αλληλεγγύη στις καταλήψεις, τα πολιτικά στέκια, τον 98 fm

 

Διαδήλωση 12.1 Καμάρα 12:00

Για τα γεγονότα της 17Νοέμβρη…

Όπως πάντα μετά την καθιερωμένη πορεία της 17 Νοέμβρη, οι φοιτητικοί σύλλογοι μαζί με απεργούς εργολαβικούς επιστρέφουν στο Πανεπιστήμιο με διπλό σκοπό αυτή τη φορά, αφενός να προασπίσουν το «άσυλο» και αφετέρου να υπερασπιστούν την απεργία των εργολαβικών υπαλλήλων στον κατειλημμένο χώρο της Πρυτανείας. Την ίδια στιγμή κάνει την εμφάνισή της ομάδα ατόμων που ξεκινά έναν άσκοπο πετροπόλεμο στην κλειστή πόρτα της εισόδου της ΔΕΘ. Θεωρώντας αυτό ως αφορμή, για την προαποφασισμένη κατά τα άλλα επέμβαση, 5 διμοιρίες των ΜΑΤ εισβάλλουν στο Πανεπιστήμιο και με μια κυκλωτική κίνηση (Εγνατία-Εθν. Αμύνης-Αγ. Δημητρίου), κάνοντας  χρήση δακρυγόνων, ασφυξιογόνων και γκλομπ επιχειρούν να διαλύσουν το πλήθος που βρίσκεται στον προαύλιο  χώρο της Πρυτανείας. Τελικά συλλαμβάνονται 16 άτομα εκ των οποίων τα 5 οδηγούνται τραυματισμένα στο νοσοκομείο. Ορίζεται δίκη στις 19/12 και οι κατηγορίες είναι οι γνωστές: διατάραξη κοινής ειρήνης, αντίσταση κατά της αρχής και οπλοκατοχή (καδρόνια). Την επομένη οι πρυτανικές αρχές, έχοντας λάμψει δια της απουσίας τους κατά την εξέλιξη των γεγονότων, σπεύδουν να υπερασπιστούν τους συλληφθέντες φοιτητές, κατηγορώντας ταυτόχρονα τους απεργούς ότι με την κατάληψή τους εμπόδισαν την επέμβαση της Πρυτανείας, ώστε να αποφευχθούν τα  «χειρότερα».

Με βάση τα παραπάνω γεγονότα κρίνεται εκ νέου επιτακτική η ανάγκη να αναλυθεί τόσο το θέμα, όσο και η ίδια η έννοια του «ασύλου». Τα Πανεπιστήμια αποτελούν χώρους που διαχρονικά έχουν στεγάσει εργατικούς και φοιτητικούς αγώνες, μέσα αντιπληροφόρησης (indymedia, 1431am, radio-revolt κ.α.), πολιτικές εκδηλώσεις και συνελεύσεις, αλλά αποτελούν και χώρους καλλιτεχνικής έκφρασης και ψυχαγωγίας, και αυτό γιατί παρέχουν την ασφάλεια απέναντι στην κρατική και μη καταστολή. Η λειτουργία αυτή του ασύλου δεν καθορίζεται από κανένα νόμο, αλλά προκύπτει ανέκαθεν από τις ανάγκες του φοιτητικού και εργατικού κινήματος. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν είναι το άσυλο αυτό που κράτος και ΜΜΕ προβάλλουν στην υπερβολή του ως ένα χώρο δηλαδή ανομίας και εγκληματικής δραστηριότητας, καθώς οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια (είτε κλοπές, είτε ναρκωτικά ή οτιδήποτε άλλο) που προσάπτεται στον πανεπιστημιακό χώρο, συναντάται εξόφθαλμα και οπουδήποτε αλλού στην κοινωνία. Στόχος τους είναι η κοινωνική απονομιμοποίηση του ασύλου, καλλιεργώντας την πεποίθηση πως αυτό δεν είναι πλέον απαραίτητο στην αστική δημοκρατία. Καταπάτηση όμως του «ασύλου» δε βλέπουμε μόνο από τη μεριά της αστυνομίας, με την εισβολή σ’ αυτό και τη χρήση βίας, αλλά και εκ των έσω με τα κλειδώματα των αιθουσών τα βράδια, την απαγόρευση πολιτικών εκδηλώσεων, τη στοχοποίηση των φωνών αντιπληροφόρησης και τελικά με την «αποστείρωση» του Πανεπιστημίου ξεκάθαρα ως ένα χώρο διδασκαλίας και μόνο.

Γίνεται έτσι σαφές ότι οι φοιτητικές και κοινωνικές διεκδικήσεις δέχονται την κρατική καταστολή και σε επικοινωνιακό επίπεδο (ΜΜΕ, κινδυνολογία κτλ), αλλά και στην πράξη με την απευθείας χρήση βίας. Η επίθεση όμως στο Πανεπιστήμιο ως κοινωνικό χώρο δε μπορεί να γίνει αντιληπτή ξέχωρα, αλλά εντάσσεται στο πλαίσιο μιας γενικευμένης πολιτικής που προσπαθεί να καταστείλει οποιαδήποτε μορφή αντίστασης εμφανίζεται σε εργασιακούς χώρους και καταλήψεις, σε κοινωνικούς αγώνες και στην καθημερινή ζωή.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ   ΣΤΟΥΣ   16    ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ  της  17Ν

 

ΠΟΡΕΙΑ Παρασκευή 23-11

12.00  ΠΡΥΤΑΝΕΙΑ