Tag Archives: σχέδιο Αθηνά

Τι γίνεται με το περιεχόμενο του αγώνα μας;

*Προκήρυξη που μοιράζεται στις κινητοποίησεις για το «σχέδιο Αθηνά» από την ανοιχτή συνέλευση φοιτητών/τριων – εργαζομένων σε ΑΕΙ / ΤΕΙ

 

Τα τελευταία 3 χρόνια, το κεφάλαιο και το κράτος του έχουν εξαπολύσει μια γενικευμένη επίθεση στον κόσμο της εργασίας, με αφορμή την καπιταλιστική κρίση και μακροπρόθεσμο στόχο την υπέρβασή της σε βάρος μας -λες και μοιραζόμασταν τόσο καιρό τα κέρδη τους, ώστε να πρέπει τώρα να μοιραστούμε και τη χασούρα τους-χτυπώντας όσα είχαν αποσπαστεί μέσα από τους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες του παρελθόντος. Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, οι μαζικές περικοπές σε μισθούς, συντάξεις κι επιδόματα, η επιμήκυνση του εργάσιμου βίου ως το θάνατο, οι μαζικές απολύσεις και η αύξηση των ανέργων με ρυθμούς γεωμετρική προόδου συνιστούν όψεις της διαχείρισης της κρίσης από την πλευρά των αφεντικών.

Κομμάτι των διαρθρωτικών προσαρμογών δε θα μπορούσε να μην είναι και η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η κυρίαρχη ρητορική υποστηρίζει πως «οι νέοι-νέες πρέπει να μπουν στο πανεπιστήμιο, για να γίνουν κάτι χρήσιμο». Αυτό το «κάτι χρήσιμο» σημαίνει «χρήσιμοι εργαζόμενοι». Και το «χρήσιμοι» αναφέρεται κατευθείαν στις ανάγκες των αφεντικών. Στο σημείο αυτό, φαίνεται ο ρόλος του πανεπιστημίου, αυτός της παραγωγής ειδικευμένων εργατών, πειθαρχημένων και φρόνιμων. Προσπαθεί να μας επιβάλλει την κουλτούρα του άνευ όρων ανταγωνισμού για την απόκτηση ατομικών προνομίων («να πάρω πτυχίο»-«να πάρω προαγωγή»). Οι εξεταστικές, οι υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, οι εργασίες και τα μαθήματα-αλυσίδες κατασκευάζουν το φοιτητή-ιδιώτη, το φοιτητή-καριερίστα, με τον ανταγωνισμό και τις θυσίες που συνεπάγονται. Ταυτόχρονα, μας διδάσκει πως οι ακαδημαϊκές γνώσεις που αποκτήσαμε είναι ανώτερες από τις εργατικές δεξιότητες κι εμπειρίες μιας καθαρίστριας ή ενός οικοδόμου και ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τους εργαζόμενους, καθώς είμαστε οι αυριανοί «λαμπροί» επιστήμονες.

Η γεωγραφική διασπορά των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, στα πλαίσια της διαχείρισης των κοινωνικών προσδοκιών (και, φυσικά, των κοινοτικών κονδυλίων) για την αύξηση των εισακτέων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και την αποκέντρωσή τους, είχε επιπλέον ως στόχο στην ενίσχυση των μικρών και μεγάλων αφεντικών της επαρχίας. Όλοι έτρεξαν με μεγάλη προθυμία να καλύψουν τις καταναλωτικές ανάγκες και επιθυμίες των φοιτητών, βγάζοντας εύκολο χρήμα. Κέντρα διασκέδασης, καφετέριες, φαστ φουντ, διαμερίσματα προς ενοικίαση άρχισαν να ξεπηδούν στους δρόμους των περιοχών. Δεν ήταν, βέβαια, μόνο οι καταναλωτικές συνήθειες των φοιτητών, αλλά και η ίδια η εργασία τους. Οι κάθε λογής επιχειρηματίες «έτριβαν τα χέρια τους», έχοντας μπροστά τους μια δεξαμενή από φτηνά εργατικά χέρια για «μαύρη» κι επισφαλή εργασία.

Το πανεπιστήμιο, όμως, εδώ και χρόνια βρίσκεται σε κρίση. Η σύνδεσή του με την παραγωγή είναι ανεπαρκής, ενώ παράλληλα αδυνατεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες κομματιών της εργατικής τάξης, που έβλεπαν σε αυτό τα όνειρά τους για κοινωνική ανέλιξη. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι πλέον αποδοτική, καθώς οι ειδικευμένοι εργάτες του τριτογενούς τομέα δεν απορροφώνται από την αγορά εργασίας. Καθώς η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει, ένα κομμάτι του κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να καταστραφεί, έτσι η ανάγκη για αναδιάρθρωση κρίνεται επιτακτική από το κράτος.

Το «σχέδιο Αθηνά»* δεν εμφανίζεται σε ένα κενό νομοθεσίας. Αντίθετα, αποτελεί συμπλήρωμα των νόμων Διαμαντοπούλου και Αρβανιτόπουλου. Δεν είναι το επιστέγασμα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης του πανεπιστημίου, αλλά μία μόνο στιγμή της. Επομένως, αρκετά μέτρα έχουν ήδη εφαρμοστεί, ή έχουν δρομολογηθεί, πριν την έλευση του «σχεδίου Αθηνά». Το Δεκέμβρη του 2012 τέθηκαν σε διαθεσιμότητα περίπου 200 διοικητικοί υπάλληλοι διαφόρων ιδρυμάτων. Παράλληλα, φημολογείται ότι στις εστίες στέγασης θα εμφανιστούν ενοίκια της τάξης των 200 ευρώ, ενώ αμφίβολη είναι η δωρεάν διανομή συγγραμμάτων από το επερχόμενο έτος. Οι στόχοι του «σχεδίου Αθηνά» είναι σαφείς. Πρέπει να μειωθούν οι δαπάνες του κράτους για το πανεπιστήμιο, κάποια γνωστικά πεδία πρέπει να διευρυνθούν περαιτέρω και κάποια πρέπει άλλα να συμπυκνωθούν και τέλος, πρέπει η σύνδεση ΑΕΙ-ΤΕΙ με την καπιταλιστική παραγωγή να γίνει εφικτή, ώστε να παραχθεί ανταγωνιστικό ανθρώπινο δυναμικό στον ευρωπαϊκό χώρο.

Όμως ο πραγματικός στόχος της αναδιάρθρωσης είναι να γίνουμε φτηνοί/ες. Φτηνοί και φτηνές στην τσέπη και στα συναισθήματα, φτηνοί και φτηνές στις σχέσεις και στις ανάγκες μας. Οι συγχωνεύσεις σχολών και τμημάτων σηματοδοτούν για ένα μεγάλο σύνολο των φοιτητών/τριων την επιστροφή στην οικογενειακή εστία, στις γκρίνιες και τις πειθαρχήσεις των γονιών, στα άγχη για βιαστικά πτυχία υπό την απειλή των διαγραφών και στα αδιέξοδα της ανεργίας. Όσο για τους εργαζόμενους, εμφανίζεται το φάντασμα της διαθεσιμότητας μαζί με προσταγές για περισσότερη και αποδοτικότερη δουλειά, υπό το μόνιμο φόβο της απόλυσης. Οι νόμοι του μνημονίου, ως επιλογή των ντόπιων αφεντικών, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα παραπάνω γίνονται εφικτά.

Μία ακόμα διάσταση του «σχεδίου Αθηνά» είναι αυτή της αλλαγής των γνωστικών αντικειμένων. Κάποιοι/ες φοιτητές/τριες μεταφέρονται σε τμήματα διαφορετικού αντικειμένου από αυτά που είχαν επιλέξει. Ως αποτέλεσμα, βγαίνουν περισσότεροι εργαζόμενοι σε κάποιες ειδικότητες και λιγότεροι σε κάποιες άλλες. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι τα προγράμματα σπουδών τροποποιούνται και μετατοπίζονται με μέτρο τα συμφέροντα των αφεντικών. Οι οικονομικές σπουδές και τα τεχνολογικά προγράμματα πρέπει να προστατευθούν!

Με την ανακοίνωση του «σχεδίου Αθηνά» ξεκίνησαν και οι αντιδράσεις από πλευράς φοιτητών. Ο αγώνας αυτός δίνεται κατά κύριο λόγο από φοιτητές και εργαζόμενους των ΑΕΙ-ΤΕΙ της επαρχίας, καθώς αυτοί πλήττονται άμεσα. Η κλασική κινηματική ρουτίνα επαναλαμβάνεται. Συνέλευση-κατάληψη-πορεία/παράσταση διαμαρτυρίας. Τα αιτήματα είναι η μη υποβάθμιση των πτυχίων και η παραμονή των τμημάτων στις πόλεις που ήδη βρίσκονταν, ενώ το περιεχόμενο της πλειοψηφίας των συνθημάτων εμφορείται από απολιτίκ και συντεχνιακή  νοοτροπία. Το κινηματικό παρόν δίνουν και τα ντόπια αφεντικά. Δήμαρχοι, εμπορικοί σύλλογοι, παπάδες, πρόεδροι τμημάτων και καθηγητάδες είδαν την κονόμα, τις πελατειακές σχέσεις και τα μικροπολιτικά παιχνίδια που έχουν στήσει εδώ και χρόνια να χάνονται μέσα από τα χέρια τους. Κάπου οι φοιτητές τους έδιωξαν κλοτσηδόν, ενώ αλλού τους δέχτηκαν σαν τα χρόνια αγνοούμενα αδέρφια τους.

Το αίτημα της μη υποβάθμισης των ανεπαρκώς αποδοτικών για τις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης σχολών και γνωστικών αντικειμένων είναι ανεδαφικό. Αποτελεί μια διαδικασία που το κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό κινούν, σχετικά ανεπιτυχώς, ήδη δυο δεκαετίες πριν το νόμο Διαμαντοπούλου. Τώρα, στα πλαίσια της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, το κράτος δε δίνει κανένα περιθώριο περαιτέρω αναβολής ή υποχώρησης. Από την άλλη, το αίτημα για ισχυρά πτυχία αποκαλύπτει τις συντεχνιακές και μικροαστικές αντιλήψεις σημαντικού μέρους των φοιτητών. Εντείνει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, ζητώντας καλύτερες συνθήκες, μονάχα για μια ελίτ εργαζομένων, λόγω της ακαδημαϊκής γνώσης τους. Κι ας μην ξεχνάμε πως αρκετοί συμφοιτητές μας έχουν βλέψεις να γίνουν τα αυριανά μας αφεντικά.

Μέσα από αυτά τα αδιέξοδα, κρίνεται αναγκαία η επανεξέταση της δομής, του περιεχομένου και των πρακτικών των φοιτητικών αγώνων. Το πανεπιστήμιο δεν αποτελεί ναό της γνώσης, είναι ένας ακόμα εργασιακός χώρος, ένα πεδίο αντίθεσης αντικρουόμενων ταξικών συμφερόντων, ένα ακόμα έδαφος του ταξικού πολέμου. Ενάντια στη λογική «όλη η ακαδημαϊκή κοινότητα μαζί», προτάσσουμε την αυτόνομη, ταξική μας οργάνωση. Φοιτητές και φοιτήτριες, εργαζόμενοι και εργαζόμενες από ΑΕΙ-ΤΕΙ καλούμαστε να υπερασπιστούμε τα συμφέροντά μας, μέσα από τη συγκρότηση μιας ενεργής κοινότητας αγώνα. Η κοινή μας οργάνωση και η αλληλεγγύη να σπάσει τους διαχωρισμούς. Ενάντια στα ισχυρά πτυχία, προτάσσουμε την άμεση ικανοποίηση των αναγκών μας, μέσω τακτικών άμεσης δράσης. Δε δίνουμε ευρώ για το κόστος φοίτησης και προβαίνουμε σε πρακτικές αυτομείωσης. Να μπλοκάρουμε στην πράξη τις πολιτικές αναδιάρθρωσης, απολύσεων, υποτίμησης της εργατικής μας δύναμης και μετακύλισης του κόστους της αναπαραγωγής μας σε εμάς. Να κάνουμε τον αγώνα καθημερινότητα και την καθημερινότητα αγώνα.

*Σύμφωνα με το τελικό «σχέδιο Αθηνά» 534 τμήματα ΑΕΙ-ΤΕΙ θα μειωθούν στα 379 (αν συνυπολογιστούν και αυτά που τίθενται σε καθεστώς «μεταβατικότητας», δηλαδή μιλάμε για μείωση της τάξης του 29%) ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ο αριθμός των εισακτέων θα μειωθεί και αυτός πάνω από 25%

Ανοιχτή συνέλευση φοιτητών/τριων – εργαζομένων σε ΑΕΙ / ΤΕΙ

Δεν πάμε πουθενά; (ή το “Σχέδιο Αθηνά” με μία άλλη ματιά)

Δεν πάμε πουθενα

 

Η νέα τάξη πραγμάτων στα εργασιακά, με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και εν τέλει την κατάρρευση της μισθωτής εργασίας όπως την ξέραμε, δε μπορεί παρά να επιτάσσει τη βίαιη συμμόρφωση της παιδείας στα νέα δεδομένα. Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση ως πτυχή της γενικότερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, κάθε άλλο παρά στην αντιμετώπιση των «παθογενειών» της παιδείας στοχεύει, όπως διατείνονται οι εμπνευστές της. Το «νέο» πανεπιστήμιο που πραγματεύεται το σχέδιο «Αθηνά» -μία πτυχή αυτής της αναδιάρθρωσης- δε θα είναι ούτε ένα καλύτερο πανεπιστήμιο, αλλά ούτε και χειρότερο, ως προς το ρόλο που αυτό επιτελεί και σήμερα. Θα συνεχίσει να είναι το πανεπιστήμιο που η αγορά εργασίας χρειάζεται, αυτό που θα καταφέρνει να εμπεδώνει τα πρότυπα ανέλιξης, τις λογικές ατομικισμού και πειθάρχησης, την εργασιακή κουλτούρα και τις πελατειακές σχέσεις αποκρύπτοντας παράλληλα, στο εσωτερικό του σχέσεις ελαστικής και «μαύρης» εργασίας. Θα συνεχίσει να έχει το ρόλο που έχει και σήμερα, αυτόν της παραγωγής και διαχείρισης εργατικού δυναμικού. Οφείλει όμως, να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες άμεσα, όπως η κερδοφορία του κεφαλαίου επιτάσσει και αυτό δε μπορεί παρά να έχει πολλές…πάρα πολλές παράπλευρες απώλειες.

Συγκεκριμένα το σχέδιο «Αθηνά» προβλέπει την συγχώνευση ή κατάργηση τμημάτων τόσο σε επίπεδο γνωστικού αντικειμένου όσο και σε χωροταξικό επίπεδο και ταυτόχρονα τη συγχώνευση ιδρυμάτων. Το παραπάνω θα έχει ως άμεσο επακόλουθο τον περιορισμό των υπαρχόντων τμημάτων και  σχολών από 534 σε 384 και των ιδρυμάτων από 40  σε 34. Με το νόμο να μπαίνει σε εφαρμογή από το τρέχον έτος, όπως έχει αναγγελθεί, εκβιάζεται η άμεση μετακίνηση χιλιάδων φοιτητών σε άλλες πόλεις και/ή η αλλαγή του γνωστικού αντικειμένου σπουδών τους, λόγω των συγχωνεύσεων και καταργήσεων. Το ίδιο συμβαίνει και με το εργατικό δυναμικό των τμημάτων (διοικητικοί υπάλληλοι, καθηγητές και μεταπτυχιακοί, εργαζόμενοι στην καθαριότητα κτλ) που θα πεταχτεί σε κάποια άλλη πόλη ή θα απολυθεί. Από τη μια, λοιπόν, το κόστος της μετακίνησης σε άλλη πόλη είναι για πολλούς απαγορευτικό, αποκλείοντάς τους από τη συνέχεια των σπουδών τους, και από την άλλη οι αλλαγές στο αντικείμενο των σπουδών και στο πτυχίο των νέων τμημάτων, συνεπάγονται ένα μέλλον με ασαφή επαγγελματικά δικαιώματα για τους αποφοίτους τους.

Ταυτόχρονα, το σύνολο των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προβλέπεται, με βάση το σχέδιο, να μειωθεί από 51.485 σε 49.600 άτομα. Η μείωση αυτή αφορά κατά βάση τους εισακτέους στα ΤΕΙ (μειώνονται κατά 6.500) και στρέφει μια μεγάλη μερίδα αποφοίτων λυκείου στην ιδιωτική εκπαίδευση1, ενώ αποκλείει όσους δε μπορούν να ανταπεξέλθουν, προσθέτοντας τους ως ανειδίκευτους στην ήδη διευρυμένη κατηγορία του άνεργου, επισφαλώς εργαζόμενου και εύκολα εκμεταλλεύσιμου, πληθυσμού. Στα ΑΕΙ, απ’ την άλλη, παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ενώ μειώνονται οι εισακτέοι στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, αυξάνονται αυτοί των θετικών, τεχνολογικών και οικονομικών επιστημών. Επιβεβαιώνεται, με αυτόν τον τρόπο, η τάση για απόλυτη προσαρμογή του χώρου της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαίου, που τις τελευταίες δεκαετίες (κυρίως στην, πάντα πρωτοπόρο, δύση) απαιτεί συνεχώς νέες τεχνολογίες. Το κράτος ως εγγυητής του, αναλαμβάνει να επενδύσει στους αντίστοιχους τομείς στην εκπαίδευση και εγκαταλείποντας συνεχώς, τις «μη επικερδείς» θεωρητικές σπουδές, τις οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη απαξίωση2.

Αξίζει, ακόμα, να ασχοληθούμε με τους αρχιτέκτονες και τους υπέρμαχους του σχεδίου. Τα τμήματα-φαντάσματα των ΤΕΙ, τα χωρίς αντίκρισμα αντικείμενα σπουδών, η ανορθολογική με άλλα λόγια εξάπλωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που επικαλούνται ως επιχειρήματα οι εκφραστές της αναδιάρθρωσης είναι γεγονός. Αλλά ακόμα σημαντικότερο γεγονός είναι πως αυτοί οι εκφραστές είναι οι ίδιοι που δημιούργησαν αυτή την ανισσόροπη  κατάσταση, όταν σε ένα αλισβερίσι πελατειακών σχέσεων και ρουσφετιών με τοπικούς δημάρχους και τοπική κοινωνία, άνοιγαν ανεξέλεγκτα τμήματα με κριτήριο το ζεστό χρήμα των φοιτητών, που  θα κινούσε/συντηρούσε την τοπική οικονομία. Οι ίδιοι άνθρωποι, έρχονται να ανακαλύψουν έκπληκτοι μια δεκαετία μετά το παράλογο της κατάστασης και αναλαμβάνουν να την εξορθολογήσουν. Τμήματα καταργούνται, με τη ίδια ευκολία που άνοιξαν, και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (φοιτητές, εργαζόμενοι) αντιμετωπίζονται με ένα σκανδαλώδη τρόπο ως αναλώσιμοι στο βωμό της εκπαιδευτικής παλινόρθωσης. Οι ελπίδες τους για ένα καλύτερο μέλλον μέσω της εκπαίδευσης, συντηρήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν προκειμένου να δικαιολογηθούν τα αυξανόμενα τμήματα, από τους ίδιους ανθρώπους, που τώρα τους αντιμετωπίζουν ως άχρηστους και περιττούς3. Γιατί τώρα, στη συνθήκη της κρίσης, είναι που το κράτος επιλέγει να μην επενδύσει στην παιδεία, την υγεία, τις κοινωνικές παροχές, αλλά στην υποτίμηση της εργασίας, στην κατάργηση δικαιωμάτων και στην καταστολή.

Η μέχρι στιγμής εναντίωση στο σχέδιο, έχει εκδηλωθεί τόσο από τους φοιτητές των ΤΕΙ όσο και των ΑΕΙ, με κατάληψη των θιγόμενων τμημάτων σε πανελλαδικό επίπεδο και στη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα, με την αναστολή λειτουργίας του ΤΕΙΘ τον τελευταίο μήνα και την κατάληψη των τμημάτων ξένων γλωσσών τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ωστόσο, δε μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως οι πρώτες αυτές κινητοποιήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν αγκυλώσεις εκ των έσω. Παρατάξεις όπως η Δαπ, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό τις κινητοποιήσεις αυτές, όσον αφορά στα ΤΕΙ, συμβάλλουν προς την αποδιοργάνωση και την εκτόνωση, τελικά, των αντιδράσεων.  Έχοντας δημιουργήσει και επιβάλλει, μέσα στα χρόνια, μια κουλτούρα αποχής από διεκδικήσεις, ανάθεσης και μεσολάβησης (πελατειακές σχέσεις), από κοινού και με τους φοιτητές που βολεύονταν σε αυτή τη κατάσταση, προβάλλουν τώρα το ζήτημα υπό το πρίσμα μιας συντεχνιακής οπτικής, αποθαρρύνουν τις πιο δυναμικές κινητοποιήσεις και την ενεργό συμμετοχή, οδηγώντας σε τέλμα. Είναι ζητούμενο, λοιπόν, η αυτοοργάνωση των φοιτητών που αγωνίζονται αυτή στιγμή, αλλά και η θεώρηση του ζητήματος ως επιμέρους μιας συνολικότερης επίθεσης που μας αφορά όλους.

Η λογική της «έκτακτης ανάγκης» που συνοδεύει τις πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης που διανύουμε σήμερα, οδηγεί το κράτος στην υιοθέτηση μέτρων που το φέρνουν αντιμέτωπο με την κοινωνία. Η λιτότητα, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, η διάλυση του κράτους πρόνοιας, η ανεργία, ο συσσωρευμένος πλούτος και η μαζική φτωχοποίηση, όλα αυτά δημιουργούν ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα σε κράτος και κοινωνία. Στην περίοδο που διανύουμε μόνος τρόπος απόκρισης είναι να απεκδυθούμε τον αποστασιοποιημένο ρόλο, να απορρίψουμε τις συντεχνιακές λύσεις, να ανοίξουμε τα ζητήματα στις σχολές και στους χώρους δουλειάς μας και να δώσουμε επιθετικές απαντήσεις συλλογικά, ταξικά, αλληλέγγυα.

                                                                                                                             

                                                                                                                       

 1. Σε συνδυασμό και με την πρόσφατη (Νοέμβρης του 2012) αναγνώριση των ιδιωτικών κολλεγίων μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

2.Είναι οι σχολές αυτές και αυτά τα τμήματα, που όταν θα πρέπει σύμφωνα με τον τελευταίο εκπαιδευτικό νόμο 4009 να στραφούν σε ιδιώτες προκειμένου να συνεχίσουν να υπάρχουν, δε θα βρουν τους απαραίτητους επενδυτές και θα οδηγηθούν στο κλείσιμο.

3.Τα δε κριτήρια, με τα οποία γίνεται αυτή η εξυγίανση, βασίζονται για ακόμη μία φορά (όπως θα περίμενε κανείς) στις ίδιες πελατειακές σχέσεις, αρκεί να παρατηρήσει κάποιος τα τμήματα που συγχωνεύονται/μεταφέρονται (π.χ. το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, που τμήματά του μεταφέρονται σε Σέρρες και Φλώρινα).